νιτροποίηση

νιτροποίηση
Μετατροπή της αμμωνίας σε νιτρικό οξύ, η οποία γίνεται στο έδαφος και στα λιμνάζοντα νερά, με τη δράση ορισμένων μικροοργανισμών. Η σημασία της ν. είναι τεράστια για την αποτελεσματική καλλιέργεια των εδαφών, γιατί επιτρέπει τη μεταβολή του οργανικού αζώτου, άχρηστου για τα φυτά, σε νιτρικό άζωτο, που είναι στοιχείο πολύ σημαντικό για τη φυτική οικονομία. Οι παράγοντες της ν. είναι σχιζομύκητες που ανήκουν στα είδη Νιτριδομονάδες και Νιτροβακτήρια. Τα πρώτα προκαλούν την οξείδωση της αμμωνίας με ταυτόχρονο σχηματισμό νιτρώδους οξέος, τα δεύτερα οξειδώνουν αυτό το οξύ και το μετασχηματίζουν σε νιτρικό οξύ. Οι οργανισμοί βρίσκονται οπουδήποτε υπάρχουν καλλιεργούμενα εδάφη και σχηματίζουν μεταξύ τους μια μικροβιακή συνεργασία, η οποία δρα συνεχώς και εξασφαλίζει τη ν. των αζωτούχων οργανικών ουσιών. Στα διάφορα εδάφη, ανάλογα με την περιεκτικότητα τους σε αμμωνιακές ενώσεις, δρουν διαφορετικά είδη βακτηρίων, περισσότερο ή λιγότερο ανθεκτικά. Η ν. συντελείται κάτω από τις δυσμενέστερες συνθήκες, όπως στα δασικά εδάφη, με είδη αειθαλή και βελονόφυλλα.
* * *
η
ο μετασχηματισμός τού αμμωνιακού αζώτου τού εδαφικού οργανικού υλικού σε νιτρικό άζωτο, φαινόμενο μέγιστης βιολογικής σημασίας χάρη στο οποίο παράγονται στο έδαφος με τη μεσολάβηση τών νιτροβακτηρίων, αερόβιων μικροοργανισμών που ζουν σε αυτό, νιτρώδη και νιτρικά άλατα, δηλαδή αζωτούχα προϊόντα απαραίτητα για τη διατροφή τών φυτών και εμμέσως όλων τών ζώντων οργανισμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίτρο + ποιῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νιτροποιητικός — ή, ο 1. ο σχετικός με την νιτροποίηση, αυτός που προκαλεί νιτροποίηση 2. φρ. «νιτροποιητικά βακτήρια» το σύνολο τών νιτροβακτηρίων και τών νιτρωδοβακτηρίων, μικροοργανισμών που συμμετέχουν στη νιτροποίηση …   Dictionary of Greek

  • άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… …   Dictionary of Greek

  • νιτρ(ο)- — χημ. α συνθετικό επιστημονικών όρων, πρόθημα που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την παρουσία μιας ή περισσότερων νιτροομάδων στο μόριο, μιας οργανικής ένωσης. Οι χημικοί αυτοί επιστημονικοί όροι έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνειοι… …   Dictionary of Greek

  • νιτρογόνος — ο, θηλ. και α (χημ) αυτός που συμβάλλει στη νιτροποίηση («νιτρογόνα βακτήρια» παλαιά ονομασία τών νιτροβακτηρίων). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nitrogene < νιτρ(ο) * + γένος. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Βαρδαλάχο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”